ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: πυγλίον | Medium diacritics: πυγλίον | Low diacritics: πυγλίον | Capitals: ΠΥΓΛΙΟΝ |
Transliteration A: pyglíon | Transliteration B: pyglion | Transliteration C: pyglion | Beta Code: pugli/on |
or πυγαῖον, τό, dub. sens., part of an ἀκινάκης, different from λαβή and κολεόν, IG22.1421.30, 1425.77, 1424a.80.
τὸ, Α
μέρος του ακινάκη, του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί της λ. πυγαῖον (< πυγαῖος < πυγή)].