πυκνίλα

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πυκνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρίλα)].