πυκνίλα

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

η, Ν
πυκνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + κατάλ. -ίλα (πρβλ. μαυρίλα)].