πυρπολῶ

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πυρπόλοςπῦρ + πολέω -ῶ (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.