πυστιάομαι
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
English (LSJ)
inquire, as of a god, Plu.2.292e, Phot.: impf. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 826] = πυνθάνομαι, VLL.; ἐν ᾡ πυστιῶνται καὶ πυνθάνονται τοῦ θεοῦ, Plut. qu. graec. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
interroger.
Étymologie: πύστις.
Greek (Liddell-Scott)
πυστιάομαι: πυνθάνομαι, Πλούτ. 2. 292Ε, Ἡσύχ., «πυστιᾶσθαι· πυνθάνεσθαι» Φώτ.
Russian (Dvoretsky)
πυστιάομαι: спрашивать, вопрошать: π. καὶ πυνθάνεσθαι τοῦ θεοῦ Plut. вопрошать божество.