πύριος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύριος Medium diacritics: πύριος Low diacritics: πύριος Capitals: ΠΥΡΙΟΣ
Transliteration A: pýrios Transliteration B: pyrios Transliteration C: pyrios Beta Code: pu/rios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, = πύρινος (πῦρ), Iamb.Myst.2.7, Dam.Pr.9. Adv. πυρίως Iamb.Myst.2.4 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

πύριος: -α, -ον, = πύρινος, (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πῡρ
1. ο πύρινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριον
η τσακμακόπετρα.
επίρρ...
πυρίως Α
με φωτιά.