ράφι

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σανίδα στερεωμένη οριζόντια σε τοίχο, ντουλάπι, βιβλιοθήκη ή άλλο σκεύος για την τοποθέτηση τροφίμων, εμπορευμάτων, βιβλίων κ.λπ. επάνω της
2. φρ. «έμεινε στο ράφι» — έμεινε ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raf].