ρέγουλα

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

και ρέγολα, η, Ν
τάξη, μέθοδος, σύστημα και μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regola < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο»].