ρίγα
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
(I)
(ῥίγα) Α
(κατά τον Ησύχ.) «σιώπα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί Fίγα, κυπρ. τ. του σῖγα].
(II)
και ρήγα, η, Ν
1. χάρακας, κανόνας
2. γραμμή που έχει χαραχθεί με χάρακα, χαρακιά
3. συνεκδ. (σχετικά με ύφασμα ή ρούχο) χρωματιστή ράβδωση («πουκάμισο με πολύχρωμες ρίγες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρῆγλα «χάρακας, κανόνας» (πρβλ. λ. ρέγουλα) < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο», ενώ κατ' άλλους από ιταλ. riga < αρχ. γερμ. riga].