ραιβοποδία

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν ραιβόπους
ιατρ. ανάστροφη θέση του άκρου ποδιού κατά την οποία μόνο το έξω πλάγιο του πέλματος ακουμπά στο έδαφος.