ραντεβού

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το, Ν
1. συνάντηση
2. συνεννόηση για συνάντηση («ο γιατρός δέχεται με ραντεβού»)
3. ερωτική συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rendez vous].