ρημάδι
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
το, Ν
1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο
2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια της ζωής»)
β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί το θέλεις το ρημάδι;»)
3. στον πληθ. τα ρημάδια
σύνολο παλιών και σχεδόν κατεστραμμένων επίπλων και σκευών
4. φρ. «πήγαινε στα ρημάδια»
(ως κατάρα) εξαφανίσου, πήγαινε στον διάβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ἐρημάδιν].