ριπιστήριον
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
το ριπίδιον, το λειτουργικό όργανο με το οποίο οι διάκονοι απομάκρυναν τα έντομα από τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον, κοπανιστήριον)].