ροδή
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
η / ῥοδῆ, ΝΜΑ, και ροδέα, Ν, και ιων. τ. ῥοδέη Α γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ροδίδες της τάξης ροδώδη, αλλ. ρόζα, κοινώς γνωστό σήμερα ως τριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -έα / -έη / -ῆ (πρβλ. μηλ-ῆ / -έα, συκ-ῆ / -έα)].