Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
-ον, Α(για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρποφόρος.