ρυπαρόβιος
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥυπαρόβιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + -βιος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].