σέθεν
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
v. σύ. σεῖα· ἐδίωξα (Boeot.), Hsch. (Boeot. spelling of Σῆα, prob. aor. of σεύω). σειεύς, ὁ, v. σείσων. Σειληνικός, Σειληνός, Σειληνώδης, v. Σιλ-.
German (Pape)
[Seite 868] poet. gen. zu σύ = σοῦ, ist nie enklitisch, oft bei Hom., Pind. u. Tragg., z. B. Aesch. Spt. 28
French (Bailly abrégé)
gén. épq. de σύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σέθεν zie σύ.
Russian (Dvoretsky)
σέθεν: эп.-ион. (= σοῦ) gen. к σύ.
Greek (Liddell-Scott)
σέθεν: ἴδε σύ, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see σύ.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ. γεν.) βλ. εσύ.
Greek Monotonic
σέθεν: αρχ. ποιητ. τύπος του σοῦ, γεν. του σύ.