σίσυρνος
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
(a kind of bandage, cf. σίσυρος), and σίσυρνον, τό, Hsch.; — Dim. σισύρνιον, τό, to be read in Sch. Theoc. 5.15.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, = σίσυρνα, σισύρα. Auch ein wundärztlicher Verband, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σίσυρνος: «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σίσυρος, ὁ, Α
1. σισύρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω καλεῖταί τις τῶν ἰατρικῶν ἐπιδέσμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένοι τ. τών σίσυρνα / σισύρα κατά τα αρσ.].