σακούλι
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
το, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
2. βαλάντιο, πουγγί
3. παροιμ. «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» — δηλώνει ότι με κατάλληλη και συστηματική αποταμίευση συγκεντρώνεται με το πέρασμα του χρόνου ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. χερούλι)].