σαρκομανώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτομανώ, ιππομανώ].