δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-έω, ΜΑμαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτομανώ, ιππομανώ].