σατιρίζω

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

Ν σάτιρα
1. ασκώ σε προφορικό λόγο ή σε γραπτό κείμενο, έμμετρο ή πεζό, κριτική με ειρωνική διάθεση και με σκωπτικό τρόπο σε πρόσωπα, φαινόμενα, καταστάσεις, προβάλλοντας και καυτηριάζοντας τα αρνητικά τους σημεία και τους αρνητικούς τους χαρακτήρες, επιδιώκοντας την διόρθωσή τους
2. ειρωνεύομαι, διακωμωδώ.