σαυρίδι

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source

Greek Monolingual

το / σαυρίδιν, ΝΜ, και σαβρίδι και σαφρίδι και σταυρίδι Ν
κοινή σήμερα ονομασία 11 ειδών περκόμορφων ιχθύων του γένους τράχουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σαυρ-ίδιον, υποκορ. τών σαύρα / σαῦρος «είδος ψαριού»].