σγουρομάλλης

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + -μάλλης / -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσομάλλης].