σημαίνον

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
γλωσσ. η φωνολογική δήλωση, η μορφή, η ακουστική εικόνα ενός γλωσσικού σημείου, το αισθητό μέρος του, χάρη στο οποίο δηλώνεται το σημαινόμενο και γίνεται αντιληπτό με το άκουσμα ή με την ανάγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του ενεργητ. ενεστ. του ρ. σημαίνω.