σημαδούρα
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
και σαμαδούρα και σαμαντούρα και σημαντούρα και τσαμαδούρα, η, Ν
1. ναυτ. ο σημαντήρας
2. μτφ. χοντρή, ακαλαίσθητη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι / σημαντήρ + κατάλ. -ούρα (πρβλ. μουντζούρα, χασούρα)].