σιδεράδικο
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
το, Ν
1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο
2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατάδικο)].