σιδηρόβαφος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
σιδηρόβαφον, of ferruginous colour, Lyd.Mens.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόβᾰφος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ σιδήρου, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 27.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει το χρώμα του σιδήρου, σιδηρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρόβαφος].