σιδηρόεις
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Glossaria on μελάνδετος, EM551.40.
Greek Monolingual
σιδηρόεις, σιδηρόεσσα, σιδηρόεν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].