Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
και συχαμάρα, η, Ν
1. το αίσθημα της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για κάτι
2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].