σκάλσις

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλσις Medium diacritics: σκάλσις Low diacritics: σκάλσις Capitals: ΣΚΑΛΣΙΣ
Transliteration A: skálsis Transliteration B: skalsis Transliteration C: skalsis Beta Code: ska/lsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σκάλλω) hoeing, digging, Thphr. CP 3.20.6, 4.13.3.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Scharren, Schüren, Schürfen, Kratzen, Hacken, Behacken, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλσις: -εως, ἡ, (σκάλλω) σκάλισμα, σκαφή, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. ὄσκαλσις), πρβλ. σκάλισις· - ὡσαύτως σκαλεία, σκάλευσις.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σκάλλω
το σκάψιμο, το σκάλισμα.