σκέρτσο

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
1. φιλάρεσκη κίνηση που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός ατόμου, τσάκισμα, νάζι
2. χάρη στις κινήσεις ή στις γραμμές
3. μουσ. είδος εύθυμης και ελαφράς μουσικής σύνθεσης με ζωντανό και πνευματώδη χαρακτήρα ή μέρος μιας συμφωνίας, σονάτας ή κουαρτέτου εγχόρδων, συνήθως το τρίτο
4. στον πληθ. τα σκέρτσα
τα ερωτικά παιχνίδια ή πείσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzo].