σκήνωσις
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A construction of a tent or house, Agatharch.47 (pl.).
II dwelling in one, LXX 2 Ma. 14.35, D.S.3.19, Sammelb.3924.7 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, das Aufschlagen eines Zeltes, einer Hütte, das Wohnen darin, D. Sic. 3, 20.
Russian (Dvoretsky)
σκήνωσις: εως ἡ разбивание палаток, расселение Diod.
Greek (Liddell-Scott)
σκήνωσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)]
κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)
αρχ.
κατασκευή σκηνής ή οικίας.