σκαφετός

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφετός Medium diacritics: σκαφετός Low diacritics: σκαφετός Capitals: ΣΚΑΦΕΤΟΣ
Transliteration A: skaphetós Transliteration B: skaphetos Transliteration C: skafetos Beta Code: skafeto/s

English (LSJ)

ὁ, hoeing, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, = σκάπετος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφετός: ὁ, σκάπετος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η σκαφή, το σκάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός)].