σκευοφύλακας

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο / σκευοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ
αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος
νεοελλ.-μσν.
1. εκκλ. αξιωματούχος της Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών του σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης
2. (στο Βυζ.) αξιωματούχος του Παλατίου, που ήταν υπεύθυνος για την αυτοκρατορική ιματιοθήκη και είχε τη δεύτερη θέση στη σειρά τών αυλικών μετά τον παρακοιμώμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + φύλαξ, -ακος (πρβλ. σιτοφύλαξ)].

Wikipedia EL

Ο σκευοφύλακας ή σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα.

Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του χαρτοφύλακα.

Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «κειμηλιοφύλαξ» και «κειμηλιάρχης».

Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι σακελλάριος και χαρτοφύλαξ.