σκιάθηρον
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
German (Pape)
[Seite 897] τό, auch σκιάθηρον ὄργανον, = σκιαθήρας; auch σκιόθηρον geschrieben, wie Plut. Marcell. 19; D. L. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάθηρον: (ἐξυπακ. ὄργανον), τό, = σκιαθήρας, Διογ. Λ. 2. 1· ― ὡσαύτως σκιόθηρον, Πλουτ. Μάρκελλ. 19, Διογ. Λ. 2. 1· σκιόθηρος, ὁ, Σχόλ. εἰς Πτολ.· καὶ ὡς ἐπίθετ., σκ. ὄργανον Πτολ. ― Ὑποκορ. σκιοθήριον, τό, Σχόλ. εἰς Λουκ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σκιόθηρον.