σκιαστής

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐαστής Medium diacritics: σκιαστής Low diacritics: σκιαστής Capitals: ΣΚΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skiastḗs Transliteration B: skiastēs Transliteration C: skiastis Beta Code: skiasth/s

English (LSJ)

σκιαστοῦ, ὁ, Laconian epithet of Apollo, of dub. sense, Lyc.562.

German (Pape)

[Seite 898] ὁ, ein Tänzer, bei den Lacedämoniern; Schol. Lycophr. 561; Inscr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ),
1. qui donne de l'ombre, ép. d'Apollon à Lacédémone, LYC. 562;
2. serviteur qui porte un parasol, NAZ. t.2, p. 222b.

Greek (Liddell-Scott)

σκιαστής: -οῦ, ὁ, ἀμφίβ. λέξ. παρὰ Γρηγ. Ναζ., ἥν τινες ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαίνουσαν «σκιαδηφόρος»· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν «κεντητὴς» (πρβλ. σκιωτός)· θηλ. σκιάστρια, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ἀμφιβ. σημασίας, Λυκόφρ. 562.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκιάζω (Ι)]
(αμφβλ. σημ.) προσωνυμία του Απόλλωνος στη Λακωνία.