σκιδαρόν

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιδαρόν Medium diacritics: σκιδαρόν Low diacritics: σκιδαρόν Capitals: ΣΚΙΔΑΡΟΝ
Transliteration A: skidarón Transliteration B: skidaron Transliteration C: skidaron Beta Code: skidaro/n

English (LSJ)

ἀραιόν, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη ο τ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. chidra- «χωρισμένος, σχισμένος» και την οικογένεια του σχίζω, ενώ κατ' άλλη άποψη με το ρ. σκεδάννυμι.