σκιδαρόν
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀραιόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη ο τ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. chidra- «χωρισμένος, σχισμένος» και την οικογένεια του σχίζω, ενώ κατ' άλλη άποψη με το ρ. σκεδάννυμι.