σκλάβωμα
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Greek Monolingual
το, Ν σκλαβώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση.
το, Ν σκλαβώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση.