σκληρόφυλλος

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόφυλλος Medium diacritics: σκληρόφυλλος Low diacritics: σκληρόφυλλος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: sklēróphyllos Transliteration B: sklērophyllos Transliteration C: sklirofyllos Beta Code: sklhro/fullos

English (LSJ)

σκληρόφυλλον, with hard leaves, Thphr. HP 3.9.2 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση»
βοτ. τύπος βλάστησης της οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να παρεμποδίζουν την απώλεια υγρασίας
β) «σκλη ρόφυλλο φυτό»
βοτ. φυτό που έχει μικρά, σκληρά, δερματώδη, κηρώδη και μόνιμα φύλλα για να αντέχει στην ξηρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φυλλος (< φύλλον)].