πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
οῦ (τό) :v. σκόλιον.
σκολιόν: или σκόλιον τό (sc. μέλος) круговая застольная песня lat., Arst.