σκολιόν

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
v. σκόλιον.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόν: или σκόλιον τό (sc. μέλος) круговая застольная песня lat., Arst.