σκορποχέρης

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν
αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτοχέρης].