σκουληκοφαγωμένος
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
φαγωμένος από σκουλήκια, σκωληκόβρωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικοφαγωμένος)].