σκούπισμα
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
το, Ν σκουπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκουπίζω, απομάκρυνση της σκόνης ή τών σκουπιδιών από το πάτωμα ή το έδαφος με τη σκούπα
2. αφαίρεση ακαθαρσίας από μια επιφάνεια.