σκυλαίας

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυλαίας Medium diacritics: σκυλαίας Low diacritics: σκυλαίας Capitals: ΣΚΥΛΑΙΑΣ
Transliteration A: skylaías Transliteration B: skylaias Transliteration C: skylaias Beta Code: skulai/as

English (LSJ)

τὰ σκῦλα καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σκυλαίας: «τὰ σκῦλα, καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ σκῦλα, καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο» + κατάλ. -αῖος / -αία (πρβλ. νεολαία)].