σκόλυβος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόλυβος Medium diacritics: σκόλυβος Low diacritics: σκόλυβος Capitals: ΣΚΟΛΥΒΟΣ
Transliteration A: skólybos Transliteration B: skolybos Transliteration C: skolyvos Beta Code: sko/lubos

English (LSJ)

ὁ ἐσθιόμενος βολβός, Hsch. σκολύβρα· ἡ σκυθρωπή, Id.; cf. σκολοβράω, σκολύφρα.

Greek (Liddell-Scott)

σκόλυβος: «ὁ ἐσθιόμενος βολβὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐσθιόμενος βολβός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκόλυμος.