σκόπευση
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek Monolingual
η / σκόπευσις, -εύσεως, ΝΑ σκοπεύω
νεοελλ.
1. κατεύθυνση της βολής σε έναν στόχο, σημάδεμα
2. διόπτευση ενός σημείου με όπλο ή με οπτικό όργανο
3. στρ. διαδικασία που συνίσταται στην πρόσδοση σε κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης και ύψωσης, ώστε το βλήμα του να πλήξει τον στόχο
4. (τοπογρ.-φωτογρ.) κατεύθυνση του οπτικού άξονα της διόπτρας ή της εικονοληπτικής συσκευής προς τον στόχο
5. φρ. α) «σκόπευση κατά διεύθυνση» ή «σκόπευση κατ' αζιμούθιο»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής διεύθυνσης ώστε το βλήμα του να κατευθυνθεί προς τον στόχο
β) «σκόπευση καθ' ύψος»
στρ. η πρόσδοση στην κάννη πυροβόλου όπλου της επιθυμητής ύψωσης ώστε το βλήμα του να φθάσει στον στόχο
γ) «άμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς έναν στόχο ορατό
δ) «έμμεση σκόπευση»
στρ. σκόπευση προς μη ορατό στόχο
αρχ.
προσεκτική παρατήρηση, κατόπτευση.