σκόρπιος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
και σκρόπιος, -α, -ο, Ν
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) διεσπαρμένος εδώ κι εκεί, σκορπισμένος, διάσπαρτος
2. (για πλήθος) αραιός («γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται», Σολωμ.).
επίρρ...
σκόρπια Ν
με σκόρπιο τρόπο, εδώ κι εκεί, σκορπιστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίζω, κατά τα όρθιος, πλούσιος κ.λπ. Ο τ. σκρόπιος, με μετάθεση του -ρ-].