σμήριγγα

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

η / σμῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως του χοίρου, του αγριόχοιρου κ.ά.
2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων
3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα
αρχ.
βλ. μῆριγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. μῆριγξ (για ετυμολ. βλ. λ. μῆριγξ)].