σμίκρυνση
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
και μίκρυνση, η, Ν
1. ελάττωση ως προς τις διαστάσεις
2. αναπαράσταση σε μικρές διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς τη μεγέθυνση
3. (φωτογρ.) δημιουργία θετικού φωτοτύπου ή φωτοαντιγράφου μικρότερων διαστάσεων από την αρνητική φωτογραφία από την οποία προέρχεται
4. μουσ. η χρησιμοποίηση σύντομων φθόγγων, σε αντιδιαστολή προς την αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρύνω / μικρύνω. Η λ., στον λόγιο τ. σμίκρυνσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].