σουπιά

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλοπόδων μαλακίων του γένους σηπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία με τροπή του -η- σε -ου- λόγω της επίδρασης του γειτονικού χειλικού -π- (πρβλ. κατηφής: κατσούφης)].